Tο καλοκαίρι που πέρασε η μετοχή της γερμανικής διαχειρίστριας κεφαλαίων DWS δέχθηκε ισχυρές πιέσεις και υποχώρησε πάνω από 13% μέσα σε μία συνεδρίαση, ύστερα από δημοσιεύματα σε ΗΠΑ και Γερμανία πως πραγματοποιούνται έρευνες για να διαπιστωθεί εάν παραπλάνησε πελάτες για την επενδυτική στρατηγική της πάνω στη βιωσιμότητα.
Η αντίδραση των επενδυτών ήταν άμεση και καταδεικνύει πως σήμερα τα κριτήρια ESG για το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση αρχίζουν να αποκτούν σημασία κυρίως σε ό,τι αφορά το κεφάλαιο της πράσινης ενέργειας. Ιδιαίτερα στον αγγλοσαξονικό κόσμο, οι μέτοχοι αμφισβητούν τη στρατηγική των εταιρειών σε διάφορους τομείς, από τα πακέτα αποδοχών των διευθυνόντων συμβούλων μέχρι τη συμμόρφωσή τους στις νέες περιβαλλοντικές πολιτικές. Σκάνδαλα όπως το Diesel-gate, το οποίο εξέθεσε τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen, ή η προγενέστερη κατάρρευση της Lehman Brothers, που ξετύλιξε έναν ιστό υποθέσεων παραπλάνησης επενδυτών, αποτέλεσαν ισχυρή υπενθύμιση ότι οι διοικήσεις των ομίλων δεν είναι ούτε άτρωτες ούτε αλάνθαστες. Συν τοις άλλοις, οι μέτοχοι προβληματίζονται για τη μακροχρόνια πορεία των εταιρειών τους, περνώντας από το μικροσκόπιο τις αποφάσεις των διοικήσεων.
Η τάση αυτή είναι ιδιαίτερα εμφανής στον πετρελαϊκό κλάδο. Οι μεγαλύτεροι κολοσσοί υποκύπτουν στην πίεση των μετόχων για μείωση του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος, καθώς το χρονοδιάγραμμα των κυβερνήσεων για την πράσινη ατζέντα γίνεται όλο και πιο πιεστικό. Συντελείται, παράλληλα, μια μεγάλη στροφή στην ηλεκτροκίνηση, με τις ισχυρότερες αυτοκινητοβιομηχανίες του κόσμου να προτίθενται να καταργήσουν τους κινητήρες εσωτερικής καύσης στο μεσοπρόθεσμο μέλλον.
Φέτος, η Engine No 1, ένας μικρός μέτοχος της Exxon Mobil, με μερίδιο 50 εκατ. δολαρίων από τα 250 δισ. δολάρια που είναι η συνολική αποτίμηση του ομίλου, κατάφερε να προωθήσει τρία άτομα στο 12μελές Διοικητικό Συμβούλιο με προϋπηρεσία στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Οι νεοεισερχόμενοι κέρδισαν την ευρεία συναίνεση των μετόχων, διότι η Exxon Mobil θεωρείται πως έχει κωλυσιεργήσει στον τομέα της περιβαλλοντικής υπευθυνότητας, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της. Μεγάλοι επενδυτές, όπως η BlackRock, που κατέχει το 6,7% των μετοχών της Exxon, θεωρούν πως θα πρέπει να ληφθούν περισσότερα μέτρα. Ανάλογη είναι η περίπτωση της Chevron, της δεύτερης μεγαλύτερης πετρελαϊκής εταιρείας μετά την Exxon Mobil.
Το 61% των μετόχων της ψήφισε τον Μάιο υπέρ μιας πρότασης για μείωση του ανθρακικού της αποτυπώματος από τις έμμεσες εκπομπές ρύπων, τύπου «Scope 3», στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η καθημερινή μετακίνηση των εργαζομένων. Αν και δεν δόθηκε συγκεκριμένη προθεσμία, οι μέτοχοι ζήτησαν επίσης να πραγματοποιηθεί μελέτη για τις επιπτώσεις στην εταιρεία σε ένα σενάριο μηδενικών εκπομπών ρύπων μέχρι το 2050. Μέσα στον Σεπτέμβριο το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ δεσμεύτηκε πως θα απαλλάξει το καταπίστευμα των σχεδόν 42 δισ. δολαρίων από επενδύσεις που σχετίζονται με εκπομπές ρύπων, ύστερα από πιέσεις μιας ομάδας φοιτητών (Fossil Fuel Divest). Θεωρήθηκε νίκη των φοιτητών, που εγκωμιάστηκε από τον πρώην αντιπρόεδρο των ΗΠΑ και έναν από τους πρώτους πολιτικούς που αφοσιώθηκαν στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, Αλ Γκορ. Εκτός των άλλων, η ενεργειακή μετάβαση σε πηγές που είναι φιλικότερες προς το περιβάλλον έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον επενδυτών. Αναλυτές της αγοράς διαβλέπουν πως η συνολική αξία των πράσινων ομολόγων ενδεχομένως να ξεπεράσει το 1 τρισ. δολάρια το 2023.
Σε αντίθεση με φόβους για τον κορεσμό της συγκεκριμένης αγοράς, παράγοντες του χρηματοπιστωτικού κλάδου εκφράζουν φόβους για ανεπάρκεια στις εκδόσεις τίτλων. «Το πρόβλημα δεν είναι μια υπερφόρτωση των αγορών, αλλά έλλειψη», σχολίασε ο Κρις Ιγκο, υψηλό στέλεχος στην AXA Management Managers. Και συμπλήρωσε: «Θεσμικοί επενδυτές και οι διαχειριστές των χαρτοφυλακίων τους πρέπει να ‘‘απανθρακοποιήσουν’’ τα χαρτοφυλάκιά τους, αυξάνοντας το μερίδιό τους σε πράσινα περιουσιακά στοιχεία». Οικονομικοί αναλυτές τονίζουν, ωστόσο, πως ο επενδυτικός ακτιβισμός είναι ένα περισσότερο αγγλοσαξονικό φαινόμενο.
Στη Γαλλία ή σε άλλες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, σημειώνουν οι «Financial Times», η «επιχειρηματική ελίτ είναι σχετικά ασφαλής». Παρ’ όλα αυτά, η Ευρωπαϊκή Ενωση επέβαλε κανόνες που καθορίζουν ποια επενδυτικά προϊόντα είναι βιώσιμα και ποια όχι. Οπότε, για να είναι βιώσιμη μια επένδυση, θα πρέπει να ικανοποιεί συγκεκριμένα κριτήρια. Σε κάθε περίπτωση, η δυναμική σε επενδύσεις ESG προς όφελος του περιβάλλοντος, της κοινωνίας και της διακυβέρνησης είναι μεγάλη.
Μεγάλοι χρηματοοικονομικοί όμιλοι, με συνολικό ενεργητικό άνω των 100 τρισ. δολαρίων, συμπεριλαμβανομένων των BlackRock και Vanguard, δεσμεύτηκαν γραπτώς στις αρχές των υπεύθυνων επενδύσεων, οι οποίες εστιάζουν στην ενσωμάτωση πληροφοριών ESG στις επενδυτικές τους αποφάσεις. Μέσα στο 2021, οι συνολικές επενδύσεις των αμοιβαίων κεφαλαίων στη βιωσιμότητα έφτασαν στο ρεκόρ των 1,7 τρισ. δολαρίων, αντανακλώντας άνοδο 50% από πέρσι. Κινητήριος δύναμη είναι οι νεότερες γενιές, καθώς ενδιαφέρονται για τη βιωσιμότητα και το περιβάλλον, κάτι που μεταφράζεται και στα προϊόντα που αγοράζουν, επισημαίνουν ακαδημαϊκοί και αναλυτές. Είναι μια τάση που ενισχύθηκε μετά την πανδημία COVID-19 και δεν μπορούν να την αγνοήσουν ούτε οι κυβερνήσεις ούτε οι κεντρικές τράπεζες του ανεπτυγμένου κόσμου. Βέβαια, απομένει να εξακριβωθεί εάν όλες αυτές οι ενέργειες θα περιορίσουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.